- πρόσχωρος
- πρόσχωροςlying nearmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσχωρος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κοντά, γειτονικός 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόσχωρος ο γείτονας («παρῆσαν... οἵ τε Κορίνθιοι... καὶ οἱ ἄλλοι πρόσχωροι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χῶρος (πρβλ περί χωρος)] … Dictionary of Greek
πρόσχωρον — πρόσχωρος lying near masc/fem acc sg πρόσχωρος lying near neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχώροις — πρόσχωρος lying near masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχώρου — πρόσχωρος lying near masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχώρους — πρόσχωρος lying near masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχώρων — πρόσχωρος lying near masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσχωρα — πρόσχωρος lying near neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσχωροι — πρόσχωρος lying near masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχώριος — ον, Α [πρόσχωρος]·πρόσχωρος* … Dictionary of Greek
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek